- προτιτύσκω
- προτῐτύσκω,A prepare before,
δαῖτα IGRom.4.360.34
(Pergam., ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαῖτα IGRom.4.360.34
(Pergam., ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτιτύσκω — Α προπαρασκευάζω, προετοιμάζω κάτι («ταύρου μηρία ῥέζοντες προτιτύσκετε δαῑτα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτύσκω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] … Dictionary of Greek